page top

Οι πρώτες μπάντες και η εποχή του bop

Επιμέλεια : Πάνος Βέτσικας

Δημοσιεύτηκε 31/12/2019 11:19

Η ιστορία της jazz μπορεί να ξεκινά από τη Νέα Ορλεάνη στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά η μουσική κυριολεκτικά απογειώθηκε στις αρχές του 1920 όταν ο Louis Armstrong άφησε τη Νέα Ορλεάνη για να δημιουργήσει μια επαναστατική νέα μουσική στο Σικάγο. Ταυτόχρονα, η μετακίνηση καλλιτεχνών προς τη Νέα Υόρκη οριστικοποίησε τη μετακίνηση από το Νότο προς το Βορρά.

Το Σικάγο πήρε τη μουσική της Νέας Ορλεάνης και την έκανε “καυτή”, κυρίως με τα συγκροτήματα  Hot Five και Hot Seven του Louis Armstrong, αλλά και με άλλους σημαντικούς μουσικούς. Ανάμεσα τους και ο κλαρινετίστας Benny Goodman. Ο Αrmstrong και ο Goodman μετανάστευσαν τελικά στη Νέα Υόρκη και μεταμόρφωσαν τη πόλη  σε jazz πρωτεύουσα του κόσμου. Και ενώ το Σικάγο ήταν κέντρο ηχογραφήσεων, η Νέα Υόρκη μετατράπηκε σε κέντρο εμφανίσεων, με μυθικά κλαμπ όπως το Minton's, το Cotton Club και το Village Vanguard και σκηνές όπως το Carnegie Hall. To bebop γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη με εξέχουσες μορφές τον Charlie Parker, τον Dizzy Gillespie και τον Thelonious Monk. Στη δεκαετία του '60, οι εναλλακτικές ευκαιρίες εμφανίσεων επέτρεψαν να βγει στην επιφάνεια ακόμα πιο δημιουργική μουσική και στις 2 πόλεις. Στο Σικάγο, η δημιουργία του AACM (Σωματείο για την προώθηση δημιουργικών μουσικών) και μια ποικιλία μουσικών σκηνών σε πατάρια (loft venues), καλλιέργησαν ένα καινούργιο είδος “σκληρής” και άμεσης avant-garde μουσικής, με ηγετικές μορφές όπως τον σαξοφωνίστα Fred Anderson. Στη Νέα Υόρκη, οι εμφανίσεις σε πατάρια περιλάμβαναν μια μεγάλη ποικιλία μουσικών, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, όπως π.χ. τον Sam Rivers και τους World Saxophone Quartet. Υπήρχε βέβαια και η εποχή που οι “γίγαντες” της jazz (τα big bands) περιόδευαν τον κόσμο. Ήταν η εποχή του swing. Οι πρώτες μπάντες του swing δημιουργήθηκαν αρχές της δεκαετίας του '20 και τιμές για τη δημιουργία τους πρέπει να αποδοθούν στον  αρχηγό και ενορχηστρωτή Fletcher Henderson. Χρησιμοποιώντας τμήματα με τρομπέτες, τρομπόνια, σαξόφωνα και δυνατούς ρυθμούς, ο Henderson και άλλοι ενορχηστρωτές κατάφεραν να δημιουργήσουν μουσική πολλών χρωμάτων και κλιμάκων, ύφους  και δύναμης. Την ίδια περίπου εποχή, ο Duke Ellington άρχισε να διευρύνει τα μικρά του σχήματα σε μεγαλύτερες μπάντες. Η μουσική big band είχε βρει τον συνθέτη και ενορχηστρωτή της. Οι πρώτες ηχογραφήσεις των Henderson και Ellington εμφανίστηκαν το 1931 δημιουργώντας μια καταλυτική εικόνα με το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Στις μεγάλες μπάντες και στην εποχή του bop η jazz, απέκτησε την ενορχήστρωση της (αρχές της δεκαετίας του '20 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '40). Οι μουσικοί, που πολλές φορές ξεπερνούσαν τους δώδεκα, έπαιζαν συγκεκριμένα κομμάτια τα οποία είτε είχαν δοκιμάσει σε πρόβες είτε τα διάβαζαν την ώρα της εκτέλεσης από παρτιτούρα. Προσεγμένες ενορχηστρώσεις, με τη συνοδεία μεγάλων τμημάτων πνευστών, αναδείκνυαν όλες τις πλούσιες αρμονίες της jazz και δημιουργούσαν μια μεγάλη ηχητική εντύπωση που έμεινε γνωστή σαν “ο ήχος των  big bands”. Η μουσική αυτή έγινε η  “λαϊκή” μουσική των ημερών της και έφτασε στο αποκορύφωμα της κατά τα μέσα της δεκαετίας του '30. Πυροδότησε την τρέλα για το χορό swing ενώ γνωστοί αρχηγοί μπάντας, όπως ο Duke Ellington, o Count Basie, o Benny Goodman και άλλοι πολλοί, έγραψαν και ηχογράφησαν μια σειρά από επιτυχίες που παιζόταν όχι μόνο στο ραδιόφωνο, αλλά και στις αίθουσες χορού. Πολλές big bands πρόβαλαν αυτοσχεδιαστές που ξεσήκωναν το ακροατήριο.

Αν και οι μεγάλες μπάντες έσβησαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι ορχήστρες του Count Basie, του Stan Kenton, του Woody Herman και πολλών άλλων, περιόδευαν και ηχογραφούσαν για πολλά χρόνια μετά. Η μουσική τους εκμοντερνίστηκε καθώς συγκροτήματα όπως του Sun Ra, του Oliver Nelson, του Charles Mingus και πολλών άλλων εξερευνούσαν νέες απόψεις στην αρμονία, την ενορχήστρωση και τον αυτοσχεδιασμό. Η γλώσσα της jazz άλλαξε δραστικά με τη γένεση του bebop, στα μέσα της δεκαετίας του '40. Μια ριζοσπαστική ομάδα μουσικών που συμπεριελάμβανε τον Dizzy Gillespie, τον Charlie Parker, τον Max Roach, τον Kenny Clarke, τον Bud Powell και τον Thelonious Monk, “ανακάλυψε” το bebop σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν κάτι νέο και προκλητικό. Οι μουσικοί της jazz αναγνώρισαν το bebop ως τη μουσική των μουσικών, ένα είδος που χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και μια περίπλοκη γνώση της αρμονίας και ανταποκρίθηκαν  αμέσως γράφοντας συνθέσεις που περιστρεφόταν γύρω από σύνθετες μελωδίες ενώ οι σολίστες εισήγαγαν παράφωνες τονικότητες στους αυτοσχεδιασμούς τους, δίνοντας στη μουσική ένα εξωτικό και πιο αιχμηρό ήχο. Έτσι σιγά-σιγά άρχισαν να ανεβαίνουν και οι ρυθμοί! Το bebop παιζόταν σε μικρά σχήματα κυρίως κουαρτέτα ή κουιντέτα που ήταν ιδανικά για οικονομικούς και καλλιτεχνικούς λόγους. Η μουσική ζωντάνευε στα μικρά κλαμπ των αστικών κέντρων, όπου οι ακροατές ερχόταν για να ακούσουν δημιουργικούς αυτοσχεδιαστές, παρά για να χορέψουν με τη μουσική. Με λίγα λόγια, οι μουσικοί του bebop μετέτρεψαν τη jazz σε μια μορφή τέχνης που απευθυνόταν όχι μόνο στις αισθήσεις, αλλά και στο νου. Νέα αστέρια της jazz ξεπήδησαν κατά την εποχή του bebop, όπως οι τρομπετίστες Clifford Brown, Freddie Hubbard, Miles Davis, οι σαξοφωνίστες Dexter Gordon, Art Pepper, Johnny Griffin, Sonny Stitt και John Coltrane, o τρομπονίστας J.J.Jackson και άλλοι πολλοί. Στις δεκαετίες του '50 και '60 to bebop πέρασε πολλά μεταβατικά στάδια  το hard-bop το West coast την cool-jazz και την soul jazz για να αναφέρουμε μόνο μερικά απ' αυτά. Η δομή των συγκροτημάτων του bebop με ένα μέχρι τρία πνευστά, πιάνο, μπάσο και ντραμς παραμένει μέχρι σήμερα το πρότυπο στα συγκροτήματα της jazz...

Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου :
http://goo.gl/rOMBs

Σχολιάστε το άρθρο

Facebook
Twitter GooglePlus